ὠκυπέτης: Difference between revisions
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὠκῠπέτης:''' дор. [[ὠκυπέτας|ὠκῠπέτᾱς]] 2 быстролетный, стремительный (ἵπποι Hom.; [[ἴρηξ]] Hes.; [[πτηνά]] Anth.; [[μόρος]] Soph.). | |elrutext='''ὠκῠπέτης:''' дор. [[ὠκυπέτας|ὠκῠπέτᾱς]] 2 быстролетный, стремительный (ἵπποι Hom.; [[ἴρηξ]] Hes.; [[πτηνά]] Anth.; [[μόρος]] Soph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὠκῠ-πέτης, ου, ὁ, [[πέτομαι]]<br />[[swift]]-[[flying]], [[swift]]-[[running]], Il., Hes.; metaph., ὠκ. [[μόρος]] Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A swift-flying, swift-running, ἵππω ὠκυπέτα Il.8.42, 13.24; ἴρηξ Hes.Op.212: metaph., ὠ. μόρος S.Tr.1042 (lyr.):—also fem. Ὠκυπέτη, name of a Harpy, Hes.Th.267; and ὠκυπέτεια χελιδών, of a fish (cf. χελιδών 11), Marc.Sid.17.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠπέτης: -ου, ὁ, ὁ ὠκέως πετόμενος, ταχέως τρέχων, χαλκόποδ’ ἵππῳ ὠκυπέτα Ἰλ. Θ. 42., Ν. 24· ἴρηξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 210· μεταφορ., ὠκ. μόρος Σοφ. Τραχ. 1042. ― Εὕρηνται δὲ καὶ οἱ θηλ. τύποι, Ὠκυπέτη, ὡς ὄνομα Ἁρπυίας, Ἡσ. Θεογ. 267· καὶ ὠκυπέτεια χελιδών, Μάρκελλ. Σιδήτ. Ἰατρικ. περὶ ἰχθύων 17 (ἐν τῇ Ἑλλ. Βιβλιοθ. Φαβρικ. τ. 1, σ. 15 τῆς α΄ ἐκδ.).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au vol ou à l’essor rapide.
Étymologie: ὠκύς, πέτομαι.
English (Autenrieth)
(πέτομαι): swift-flying, Il. 13.24 and Il. 8.42.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. ὠκυπέτεια, Α
αυτός που πετά ή, γενικά, που κινείται γρήγορα
2. μτφ. αυτός που έρχεται γρήγορα ή πρόωρα («ὠκυπέτᾳ μόρῳ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -πέτης (< πέτομαι), πρβλ. ταχυ-πέτης].
-ές, Α
ὠκυπέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. ταχυ-πετής].
Greek Monotonic
ὠκῠπέτης: -ου, ὁ (πέτομαι), αυτός που πετάει γρήγορα, που τρέχει γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· μεταφ., ὠκυπέτης μόρος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠπέτης: дор. ὠκῠπέτᾱς 2 быстролетный, стремительный (ἵπποι Hom.; ἴρηξ Hes.; πτηνά Anth.; μόρος Soph.).
Middle Liddell
ὠκῠ-πέτης, ου, ὁ, πέτομαι
swift-flying, swift-running, Il., Hes.; metaph., ὠκ. μόρος Soph.