μόδα: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(25) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μόδα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στρώματα». | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[μόδα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στρώματα».<br /> <b>(II)</b><br />η<br />οι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική [[σφαίρα]], στον τρόπο ζωής και, [[κυρίως]] σε ό,τι έχει [[σχέση]] με ενδύματα, χρώματα, [[κόμμωση]], κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής της εποχής, αλλ. [[συρμός]] («το [[μπλε]] [[χρώμα]] [[είναι]] της μόδας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span>ιταλ. <i>moda</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>modus</i> «[[τρόπος]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
English (LSJ)
στρώματα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μόδα: «στρώματα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
μόδα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρώματα».
(II)
η
οι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική σφαίρα, στον τρόπο ζωής και, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με ενδύματα, χρώματα, κόμμωση, κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής της εποχής, αλλ. συρμός («το μπλε χρώμα είναι της μόδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. <ιταλ. moda < λατ. modus «τρόπος»].