ὀξυρεπής: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀξυρεπής:''' Pind. = [[ὀξύρροπος]]. | |elrutext='''ὀξυρεπής:''' Pind. = [[ὀξύρροπος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀξῠ-ρεπής, ές [[ῥέπω]] = [[ὀξύρροπος]], Pind.] | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A = ὀξύρροπος, ὀ. δόλῳ with quick-turning art. Pi.O.9.91 ; ὀξυρρεπής in Hsch.
German (Pape)
[Seite 354] ές, poet, = ὀξυῤῥεπής, Pind. Ol. 9, 98, δόλος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠρεπής: -ές, = ὀξύρροπος, ὀξυρ. δόλῳ, μετ’ εὐστρόφου δολιότητος, Πινδ. Ο. 9. 138· ὀξυρρεπὴς ἐν Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1015, καὶ παρ’ Ἡσύχ.:» ὀξυρρεπής· ὀξέως βαρῶν, ἢ ῥέπων, ἢ κινούμενος»· ― Ἐπίρρ. ὀξυρρεπῶς, Μᾶρκ. Ἐρημ. 1041Β.
English (Slater)
ὀξῠρεπής
1 delicately poised φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις i. e. by swiftly shifting balance (O. 9.91)
Greek Monolingual
ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, -ές (Α)
1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» — με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής
ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος».
επίρρ...
ὀξυρρεπῶς (Α)
με οξυρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -(ρ)ρεπής (< ρέπω «γέρνω»), πρβλ. ισο-ρρεπής].
Greek Monotonic
ὀξῠρεπής: -ές (ῥέπω), = οξύρροπος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξυρεπής: Pind. = ὀξύρροπος.