οξύρροπος
From LSJ
Greek Monolingual
ὀξύρροπος, -ον (Α)
1. (κυρίως για ευαίσθητο ζυγό) αυτός που έχει οξεία ροπή, αυτός που κλίνει αμέσως προς τη μία από τις δύο πλευρές
2. μτφ. αιφνίδιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύρροπον
η ορμητικότητα, η σφοδρότητα
4. φρ. «ὀξύρροπος πρὸς τὴν ὀργὴν» ή «ὀξύρροπος εἰς ὀργήν» — ευερέθιστος, οξύθυμος.
επίρρ...
ὀξυρρόπως (Α)
με οξύρροπο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. ισόρροπος, ομοιόρροπος].