μάρτυρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source
(3)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μάρτυρος]], ὁ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μάρτυρας]].———————— <b>(II)</b><br />ο<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] του πτηνού τρίνγχη η [[κοινή]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μάρτυρος]], ὁ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μάρτυρας]].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] του πτηνού τρίνγχη η [[κοινή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρτῠρος Medium diacritics: μάρτυρος Low diacritics: μάρτυρος Capitals: ΜΑΡΤΥΡΟΣ
Transliteration A: mártyros Transliteration B: martyros Transliteration C: martyros Beta Code: ma/rturos

English (LSJ)

ὁ, Ep. form for

   A μάρτυς, ἐστὲ μάρτυροι Il. 2.302, etc.; also in Central Greece, IG9(1).226 (Drymaea), 364 (Naupactus), GDI 1684, al. (Delph.), etc.: sg. once in Od., οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος 16.423, cf. PGen.54.6 (iv A.D.). (Zenod. rejected this form, but it is defended in Sch. Il.Oxy.1087.22.)

German (Pape)

[Seite 97] ὁ, altepisch = μάρτυς, Zeuge, οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος, Od. 16, 423, mit dem Nebenbegriffe des Beistandes u. Schutzes; im plur., ἐστὲ μάρτυροι, Il. 2, 302, öfter, θεοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται, 22, 255; vgl. Duentzer Zenodot. p. 52; der plur. steht auch Inscr. 1702 ff.

Greek (Liddell-Scott)

μάρτῠρος: ὁ, ἀρχαῖος Ἐπικ. τύπος ἀντὶ μάρτυρ, μάρτυς· ἐστὲ μάρτυροι Ἰλ. Β. 302, κτλ.· καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702-7· - τὸ ἑνικ. μόνον ἐν Ὀδ. Π. 423, οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος. - Ὁ Ζηνόδοτ. ἀπέρριπτε τοῦτον τὸν τύπον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
témoin, protecteur.
Étymologie: cf. μάρτυς.

English (Autenrieth)

witness.

Greek Monolingual

(I)
μάρτυρος, ὁ (ΑM)
βλ. μάρτυρας.
(II)
ο
κοινή ονομασία του πτηνού τρίνγχη η κοινή.

Greek Monotonic

μάρτῠρος: ὁ, αρχ. Επικ. τύπος αντί μάρτυς, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

μάρτῠρος: ὁ Hom. = μάρτυς.