μεσοπόρος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσοπόρος:''' Επικ. μεσσ-, <i>-ον</i>, αυτός που προχωρεί στο [[μέσον]], [[μεσοπόρος]] δι' αἰθέρος, αυτός που πορεύεται στο [[μέσο]] της ατμόσφαιρας (του ουρανού), σε Ευρ.
|lsmtext='''μεσοπόρος:''' Επικ. μεσσ-, <i>-ον</i>, αυτός που προχωρεί στο [[μέσον]], [[μεσοπόρος]] δι' αἰθέρος, αυτός που πορεύεται στο [[μέσο]] της ατμόσφαιρας (του ουρανού), σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[going]] in the [[middle]], μ. δι' αἰθέρος [[through]] mid- air, Eur.
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοπόρος Medium diacritics: μεσοπόρος Low diacritics: μεσοπόρος Capitals: ΜΕΣΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: mesopóros Transliteration B: mesoporos Transliteration C: mesoporos Beta Code: mesopo/ros

English (LSJ)

Ep. μεσσ-, ον,

   A going or passing in the middle, Opp.H.5.46; μ. δι' αἰθέρος through mid-air, E.Ion1152.

German (Pape)

[Seite 139] in der Mitte gehend, Opp. Hal. 5, 46; μεσόπορος, in der Mitte betreten, αἰθήρ, Eur. Ion 1152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 traversé au milieu;
2 qui marche au milieu.
Étymologie: μέσος, πορεύομαι.

Greek Monolingual

μεσοπόρος, επικ. τ. μεσσοπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που προχωρεί στο μέσο
2. αυτός που προχωρεί ή ταξιδεύει διά μέσου της θάλασσας ή του αέρα («Πλειὰς μὲν ᾔει μεσοπόρου δι' αἰθέρος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πόρος (πρβλ. οδοι-πόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. (για τα δύο -σσ- του μεσσοπόρος βλ. λ. μέσος)].

Greek Monotonic

μεσοπόρος: Επικ. μεσσ-, -ον, αυτός που προχωρεί στο μέσον, μεσοπόρος δι' αἰθέρος, αυτός που πορεύεται στο μέσο της ατμόσφαιρας (του ουρανού), σε Ευρ.

Middle Liddell


going in the middle, μ. δι' αἰθέρος through mid- air, Eur.