λεόντεος: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεόντεος:''' ποιητ. [[λεόντειος]], -α, -ον, αυτός που ανήκει σε [[λιοντάρι]], λιονταρίσιος, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λεόντεος:''' ποιητ. [[λεόντειος]], -α, -ον, αυτός που ανήκει σε [[λιοντάρι]], λιονταρίσιος, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λεόντεος]], ποετ. [[λεόντειος]], η, ον<br />of a [[lion]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεόντεος Medium diacritics: λεόντεος Low diacritics: λεόντεος Capitals: ΛΕΟΝΤΕΟΣ
Transliteration A: leónteos Transliteration B: leonteos Transliteration C: leonteos Beta Code: leo/nteos

English (LSJ)

α, ον, = foreg. 1, γάλα dub. in Alcm.34.5.

German (Pape)

[Seite 28] vom Löwen, Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lion.
Étymologie: λέων.

Greek Monolingual

λεόντεος, -έα, -ον (Α) λέων
(αμφβλ. γρφ.) λεόντειος.

Greek Monotonic

λεόντεος: ποιητ. λεόντειος, -α, -ον, αυτός που ανήκει σε λιοντάρι, λιονταρίσιος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λεόντεος, ποετ. λεόντειος, η, ον
of a lion, Theocr.