σαβάζω: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(36) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και σαββάζω Α [[Σαβάζιος]]<br />[[συμμετέχω]] στην [[εορτή]] του Σαβαζίου, στα [[Σαβάζια]] μυστήρια. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και σαββάζω Α [[Σαβάζιος]]<br />[[συμμετέχω]] στην [[εορτή]] του Σαβαζίου, στα [[Σαβάζια]] μυστήρια.<br /> <b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαβάξας<br />διασκεδάσας, διασαλεύσας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. του επιθ. [[σαβακός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 9 January 2019
English (LSJ)
A shake violently, scatter, in aor. part. σαβάξας, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 856] zerbrechen, zertrümmern, Hesych. Vgl. σαβάκτης. das Fest des Sabazios od. Bacchus begehen, übh. sich bacchantisch gebehrden, VLL.
French (Bailly abrégé)
briser.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
(I)
και σαββάζω Α Σαβάζιος
συμμετέχω στην εορτή του Σαβαζίου, στα Σαβάζια μυστήρια.
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σαβάξας
διασκεδάσας, διασαλεύσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. του επιθ. σαβακός.