Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στυράκιον: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[στύραξ]], -<i>ακος</i> (Ι)]<br />υποκορ. του [[στύραξ]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[στύραξ]], -<i>ακος</i> (II)]<br />υποκορ. του [[στύραξ]] (II).
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[στύραξ]], -<i>ακος</i> (Ι)]<br />υποκορ. του [[στύραξ]] (Ι).<br /> <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[στύραξ]], -<i>ακος</i> (II)]<br />υποκορ. του [[στύραξ]] (II).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠρᾰκιον Medium diacritics: στυράκιον Low diacritics: στυράκιον Capitals: ΣΤΥΡΑΚΙΟΝ
Transliteration A: styrákion Transliteration B: styrakion Transliteration C: styrakion Beta Code: stura/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of στύραξ (B),

   A ἀκοντίου Th.2.4, Aen.Tact.18.10, prob. cj. in Luc.Tox. 55.    II Dim. of στύραξ (A)1, POxy.1142.5.

German (Pape)

[Seite 959] τό, dim. von στύραξ, ἀκοντίου, Thuc. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

στῠράκιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ στύραξ (Β), ἀκοντίου Θουκ. 2. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de στύραξ.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (Ι)]
υποκορ. του στύραξ (Ι).
(II)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (II)]
υποκορ. του στύραξ (II).

Greek Monotonic

στῠράκιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του στύραξ (Β), ἀκοντίου, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυράκιον -ου, τό, demin. van στύραξ, puntige onderkant van de lansschacht.

Russian (Dvoretsky)

στῠράκιον: (ᾰ) τό (нижний) кончик копья Thuc.