θηραγρέτης: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θηραγρέτης:''' ου ὁ зверолов, охотник Eur., Anth. | |elrutext='''θηραγρέτης:''' ου ὁ зверолов, охотник Eur., Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θηρ-αγρέτης, ου, [[ἀγρέω]]<br />a [[hunter]], Eur., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A hunter, E.Ba.1020 (lyr., s.v.l.), AP6.184 (Zos.).
German (Pape)
[Seite 1208] ὁ, Wildfänger, Jäger; Eur. Bacch. 108; Zosim. 2 (VI, 184).
Greek (Liddell-Scott)
θηραγρέτης: -ου, ὁ κυνηγός, Εὐρ. Βάκχ. 1020, Ἀνθ. Π. 6. 184· ὡσαύτως, θηραγρευτής, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 213.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: θήρ, ἀγρέω.
Greek Monolingual
θηραγρέτης, ὁ (Α)
κυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αγρέτης (< αγρώ), πρβλ. ιππ-αγρέτης, πυρ-αγρέτης].
Greek Monotonic
θηραγρέτης: -ου, ὁ (ἀγρέω), ο κυνηγός, σε Ευρ., Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θηραγρέτης: ου ὁ зверолов, охотник Eur., Anth.