ἄραγμα: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(1b) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄραγμα:''' ατος (ᾰρ) τό бряцание (τυμπάνων Eur.). | |elrutext='''ἄραγμα:''' ατος (ᾰρ) τό бряцание (τυμπάνων Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀράσσω]] = [[ἀραγμός]]<br />τυμπάνων ἄρ. Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, = sq.,
A τυμπάνων ἄ. E.Cyc.205. II = κάταγμα, Sor.Fract.10.
German (Pape)
[Seite 343] τό, das tönende Schlagen, τυμπάνων Eur. Cycl. 203.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ]
1 acción de golpear τυμπάνων E.Cyc.205.
2 medic. fractura Sor.Fract.156.22.
• Etimología: Cf. ἀράσσω.
Greek Monolingual
το (Α ἄραγμα)
νεοελλ.
(για πλοία) προσόρμηση, αγκυροβολιά
αρχ.
χτύπος, θόρυβος από σύγκρουση.
Greek Monotonic
ἄραγμα: -ατος, τό (ἀράσσω), = το επόμ. τυμπάνων ἄραγμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄραγμα: ατος (ᾰρ) τό бряцание (τυμπάνων Eur.).