αἱμυλομήτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(1) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αἱμῠλομήτης:''' ласкающийся, вкрадчивый ([[παῖς]] HH). | |elrutext='''αἱμῠλομήτης:''' ласкающийся, вкрадчивый ([[παῖς]] HH). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μήτις]]<br />of [[winning]] wiles, Hhymn. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A of winning wiles, h.Merc.13.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ ἐπιχαρίτως, θελκτικῶς ἐξαπατῶν, ὁ θωπευτικῶς πανοῦργος, Λατ. blande decipiens, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13, ἔνθα ὁ Ruhnk ἐξ εἰκασίας προτείνει αἱμυλόμυθος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habile dans l’art de tromper.
Étymologie: αἱμύλος, μῆτις.
Spanish (DGE)
(αἱμῠλομήτης) -ου, ὁ de mente astutade Hermes h.Merc.13.
Greek Monotonic
αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ (μήτις), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
αἱμῠλομήτης: ласкающийся, вкрадчивый (παῖς HH).