αἰτιατέον: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(2) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰτιᾱτέον:''' ρημ. επίθ. του [[αἰτιάομαι]],<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει καποιος να κατηγορεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να τεκμαίρεται ως [[αιτία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''αἰτιᾱτέον:''' ρημ. επίθ. του [[αἰτιάομαι]],<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει καποιος να κατηγορεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να τεκμαίρεται ως [[αιτία]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἰτιάομαι]]<br /><b class="num">I.</b> one must [[accuse]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> one must [[allege]] as the [[cause]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 9 January 2019
English (LSJ)
verb. Adj.
A one must accuse, blame, X.Cyr. 7.1.11, Str.1.2.30. II one must allege as the cause, Pl.R.3790, Ti.57c, 87b, Arist.Mete.339a32.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιᾱτέον: ῥηματ. ἐπίθετον, πρέπει τις νὰ αἰτιᾶται, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 11. ΙΙ πρέπει τις νὰ ἐπάγηται ὡς αἰτίαν, Πλάτ. Πολ. 379C, Τίμ. 57C, 87B.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de αἰτιάομαι.
Spanish (DGE)
1 hay que echar la culpa, hay que achacar θεούς X.Cyr.7.1.11, ἐκείνους Str.1.2.30.
2 hay que considerar como causa o causante τῶν ἀγαθῶν Pl.R.379c, cf. Ti.57c, 87b, Arist.Mete.339a32.
Greek Monolingual
αἰτιατέον (Α) αἰτιῶμαι
1. πρέπει κανείς να κατηγορεί
2. πρέπει κανείς να προβάλλει, να θεωρεί κάποιον ως αίτιο, ως υπεύθυνο.
Greek Monotonic
αἰτιᾱτέον: ρημ. επίθ. του αἰτιάομαι,
I. αυτό που πρέπει καποιος να κατηγορεί, σε Ξεν.
II. αυτό που πρέπει κάποιος να τεκμαίρεται ως αιτία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
verb. adj. of αἰτιάομαι
I. one must accuse, Xen.
II. one must allege as the cause, Plat.