αἰτιατέον
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
verb. Adj.
A one must accuse, blame, X.Cyr. 7.1.11, Str.1.2.30.
II one must allege as the cause, Pl.R. 3790, Ti.57c, 87b, Arist.Mete.339a32.
Spanish (DGE)
1 hay que echar la culpa, hay que achacar θεούς X.Cyr.7.1.11, ἐκείνους Str.1.2.30.
2 hay que considerar como causa o causante τῶν ἀγαθῶν Pl.R.379c, cf. Ti.57c, 87b, Arist.Mete.339a32.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de αἰτιάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιᾱτέον: ῥηματ. ἐπίθετον, πρέπει τις νὰ αἰτιᾶται, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 11. ΙΙ πρέπει τις νὰ ἐπάγηται ὡς αἰτίαν, Πλάτ. Πολ. 379C, Τίμ. 57C, 87B.
Greek Monolingual
αἰτιατέον (Α) αἰτιῶμαι
1. πρέπει κανείς να κατηγορεί
2. πρέπει κανείς να προβάλλει, να θεωρεί κάποιον ως αίτιο, ως υπεύθυνο.
Greek Monotonic
αἰτιᾱτέον: ρημ. επίθ. του αἰτιάομαι,
I. αυτό που πρέπει καποιος να κατηγορεί, σε Ξεν.
II. αυτό που πρέπει κάποιος να τεκμαίρεται ως αιτία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
verb. adj. of αἰτιάομαι
I. one must accuse, Xen.
II. one must allege as the cause, Plat.