ἐξαναβρύω: Difference between revisions
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξαναβρύω:''' заставлять бить ключом: τύχας ὀνησίμους γαίας [[ἐξαμβρῦσαι]] Aesch. заставлять землю производить всяческие блага. | |elrutext='''ἐξαναβρύω:''' заставлять бить ключом: τύχας ὀνησίμους γαίας [[ἐξαμβρῦσαι]] Aesch. заставлять землю производить всяческие блага. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[gush]] or [[cause]] to [[gush]] [[forth]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 9 January 2019
English (LSJ)
causal of foreg., τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι (Pauw for ἐξαμβρόσαι)
A cause happiness to spring forth from the earth, A.Eu.925 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 867] nur ἐξαμβρῦσαι Aesch. Eum. 885, hervorquellen lassen, hervorlocken.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναβρύω: κάμνω νὰ ἀναβρύσῃ τι ἔκ τινος, ᾇτ’ ἐγὼ κατεύχομαι... ἐπισσύτους βίου τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι φαιδρὸν ἁλίου σέλας, διὸ ἐγὼ κατεύχομαι τὸ φαιδρὸν σέλας τοῦ ἡλίου νὰ κάμῃ τὴν γῆν ν’ ἀναβρύσῃ ἐν ἀφθονίᾳ ἀγαθὰ χρήσιμα εἰς τὸν βίον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 925· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἐξαμβρόσαι, ὅπερ οὐδὲν δηλοῖ. Ὁ Scholefield εἰκάζει ἐξαμβράσαι, ὁ Δινδόρφιος προτείνει ἐξαμβρόξαι (ἴδε *βρόχω).
French (Bailly abrégé)
inf. ao. poét. ἐξαμβρῦσαι;
faire jaillir.
Étymologie: ἐξ, ἀναβρύω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐξαμβρ- A.Eu.925
hacer brotar, hacer florecer τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι A.l.c., ἐξ ἀδήλων πηγῶν ἐξαναβρύει χύσεις Tz.H.6.73.
Greek Monolingual
ἐξαναβρύω (AM)
κάνω κάτι να αναβρύσει, να εκπηγάσει, να χυθεί προς τα έξω.
Greek Monotonic
ἐξαναβρύω: αναβλύζω ή προκαλώ κάτι να αναβλύσει μέσα από κάτι άλλο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαναβρύω: заставлять бить ключом: τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι Aesch. заставлять землю производить всяческие блага.