κυνόδους: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
(nl)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυνόδους -οντος, ὁ [κύων, ὀδούς] hoektand.
|elnltext=κυνόδους -οντος, ὁ [κύων, ὀδούς] hoektand.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠν-όδους, οντος,<br />a [[canine]] [[tooth]], Xen., etc.
}}
}}

Revision as of 12:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόδους Medium diacritics: κυνόδους Low diacritics: κυνόδους Capitals: ΚΥΝΟΔΟΥΣ
Transliteration A: kynódous Transliteration B: kynodous Transliteration C: kynodous Beta Code: kuno/dous

English (LSJ)

δοντος, ὁ,

   A canine tooth, prop. of dogs, Arist.PA661b9, HA501b7; of lions, ib.579b12; of men, Hp.Aph.3.25, Epich.21 (in form κυνόδων); of horses, X.Eq.6.8, Arist.HA576b17; of a serpent's fang, Nic. Th.130, 231.    2 in pl., teeth of a saw, Ael.NA10.20.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόδους: δοντος, ὁ, ὁ ὀξὺς μονοκόρυφος ὀδοὺς μεταξὺ τῶν τραπεζιτῶν καὶ τομέων ἑκατέρας σιαγόνος, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, π. Ζ. Ἱστ. 2. 3, 1., 6. 20, 11· ὡσαύτως ἐπὶ λεόντων, αὐτόθι 6. 31, 3· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἐπίχ. 9 Ahr. (ἐν τῷ τύπῳ κυνόδων)· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 6, 8, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 6. 22, 13· ἐπὶ τοῦ δηλητηριώδους ὀδόντος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 130, 231, κτλ.

French (Bailly abrégé)

όδοντος (ὁ) :
1 dent canine des hommes et des animaux;
2 dent de scie.
Étymologie: κύων, ὀδούς.

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynodon < κυνόδων «κυνόδους»].

Greek Monotonic

κῠνόδους: -οντος, ὁ, κυνόδοντας, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνόδους: όδοντος ὁ клык Xen., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνόδους -οντος, ὁ [κύων, ὀδούς] hoektand.

Middle Liddell

κῠν-όδους, οντος,
a canine tooth, Xen., etc.