μετόπωρον: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετόπωρον:''' τό осень Thuc., Arst. | |elrutext='''μετόπωρον:''' τό осень Thuc., Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μετ-όπωρον, ου, τό, [[ὀπώρα]]<br />[[late]] [[autumn]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 9 January 2019
English (LSJ)
τό (later μεθόπωρον (q.v.)),
A = φθινόπωρον, late autumn, Hp.Aër.6; τοῦ ἔτους πρὸς μετόπωρον ἤδη ὄντος Th.7.79: coupled with ἔαρ, θέρος, χειμών, Arist.GA784a19: metaph., τὸ μ. τοῦ κάλλους Philostr.Ep. 51.
Greek (Liddell-Scott)
μετόπωρον: τό, τὸ μετὰ τὴν ὀπώραν, = φθινόπωρον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, Θουκ. 7. 79· μνημονεύεται μετὰ τῶν λέξεων: ἔαρ, θέρος, χειμών, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 3, 35· - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετόπωρον· μετὰ τὴν ὀπώραν, τροπὴ μετὰ θέρος».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fin de l’automne, automne.
Étymologie: μετά, ὀπώρα.
Greek Monolingual
μετόπωρον, τὸ (ΑΜ, Μ και μετάπωρον)
η εποχή του έτους η οποία ακολουθεί το δεύτερο μισό του καλοκαιριού, το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -όπωρον (< ὀπώρα «φθινόπωρο»)].
Greek Monotonic
μετόπωρον: τό (ὀπώρα), προχωρημένο φθινόπωρο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μετόπωρον: τό осень Thuc., Arst.