συνδιαίτησις: Difference between revisions
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] het samenleven, relatie. | |elnltext=συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] het samenleven, relatie. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συνδιαίτησις]], εως, [from [[συνδιαιτάομαι]]<br />a [[living]] [[together]], [[intercourse]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A living together, intercorse, Metrod.Herc.831.13, Ph.2.591, J.AJ1.1.2, Plu.Aem.1, Dio 16, etc.; σ. εἰς τοὺς ὑπηκόους ordinary behaviour towards them, Arr. An.4.7.4.
German (Pape)
[Seite 1007] ἡ, das Zusammenwohnen; neben συμβίωσις, Plut. Timol. praef.; sol. an. 23; οὐκ ἴση εἰς τοὺς ὑπηκόους, Arr. An. 4, 7, Betragen gegen die Unterthanen.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαίτησις: ἡ, τὸ συνδιαιτᾶσθαι, συζῆν, συμβίωσις, συνοίκησις, ἐπιμιξία, Πλουτ. Αἰμίλ. 1, Δίων 16, κτλ.· μετά τινος Κλήμ. Ἀλ. 297· σ. εἴς τινα, τρόπος συνήθης πρός τινα, Ἀρρ. Ἀν. 4. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
habitation ou vie commune, commerce familier.
Étymologie: συνδιαιτάομαι.
Greek Monotonic
συνδιαίτησις: ἡ, συγκατοίκηση, συμβίωση, σαρκική επαφή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαίτησις: εως ἡ совместная жизнь, общение Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] het samenleven, relatie.
Middle Liddell
συνδιαίτησις, εως, [from συνδιαιτάομαι
a living together, intercourse, Plut.