ἱπποδιώκτης: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(5)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱπποδῐώκτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = [[ἱππηλάτης]], [[οδηγός]] ή [[αναβάτης]] αλόγων, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἱπποδῐώκτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = [[ἱππηλάτης]], [[οδηγός]] ή [[αναβάτης]] αλόγων, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱππο-[[διώκτης]], ου,<br />a [[driver]] or [[rider]] of steeds, Theocr.
}}
}}

Revision as of 14:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποδῐώκτης Medium diacritics: ἱπποδιώκτης Low diacritics: ιπποδιώκτης Capitals: ΙΠΠΟΔΙΩΚΤΗΣ
Transliteration A: hippodiṓktēs Transliteration B: hippodiōktēs Transliteration C: ippodioktis Beta Code: i(ppodiw/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, Dor. -τας,

   A = ἱππηλάτης, driver or rider of steeds, Theoc.14.12, Hsch.; a kind of gladiator, IGRom.4.1455 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Rossetreiber, wie ἱππηλάτης, Theocr. 14, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποδιώκτης: -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, Θεόκρ. 14. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 3291. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποδιώκτας· ἡνιόχους».

Greek Monolingual

ἱπποδιώκτης, δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α)
1. ιππηλάτης, ηνίοχος, αναβάτης ατίθασων ίππων
2. επιγρ. είδος μονομάχου.

Greek Monotonic

ἱπποδῐώκτης: -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, οδηγός ή αναβάτης αλόγων, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἱππο-διώκτης, ου,
a driver or rider of steeds, Theocr.