ἔξαιτος: Difference between revisions

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
(1b)
(1ab)
Line 36: Line 36:
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. [[αἴνυμαι]].
|etymtx=See also: s. [[αἴνυμαι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔξ-αιτος, ον <i>adj</i> [[αἰτέω]]<br />[[much]] asked for, [[much]] [[desired]], [[choice]], [[excellent]], Hom.
}}
}}

Revision as of 14:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαιτος Medium diacritics: ἔξαιτος Low diacritics: έξαιτος Capitals: ΕΞΑΙΤΟΣ
Transliteration A: éxaitos Transliteration B: exaitos Transliteration C: eksaitos Beta Code: e)/caitos

English (LSJ)

ον, (ἐξαίνυμαι)

   A picked, choice, excellent, οἶνόν τ' ἔ. μελιηδέα Il.12.320; νῆα καὶ ἐ. ἐρέτας Od.2.307; ἐ. ἑκατόμβας 5.102: in later Poets like ἐξαίρετος, A.R.4.1004, AP6.332.5 (Hadr.), Man.2.226, 3.354, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 865] ausgewählt, vorzüglich; οἶνος Il. 12, 320; ἐρέται Od. 2, 307; ἑκατόμβαι 5, 302; sp. D., wie Man. 2, 226; auch Μήδεια, zurückgefordert, Ap. Rh. 4, 1004.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαιτος: -ον, (αἰτέω) περιζήτητος, ἐκλεκτός, ἐπίλεκτος, οἶνόν τ’ ἔξαιτον μελιηδέα Ἰλ. Μ. 320· νῆα καὶ ἐξαίτους ἐρέτας Ὀδ. Β. 307· ἐξαίτους ἑκατόμβας Ε. 102· μεταγεν. ποιηταὶ μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐξαίρετος, Ἀνθ. Π. 6. 332, Μανέθων 2. 226., 3. 354.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
choisi ; distingué.
Étymologie: ἐξ, αἰτέω.

English (Autenrieth)

ἐξαίρετος.

Spanish (DGE)

-ον
1 selecto, escogido, excelente οἶνόν τ' ἔξαιτον μελιηδέα Il.12.320, ἔξαιτοι ἐρέται Od.2.307, ἑκατόμβαι Od.5.102, cf. AP 6.332 (Hadr.), Man.2.226, 3.354, IG 22.3606.25 (II d.C.)
neutr. sg. como adv. extraordinariamente ἰαίνεσθε ἔξαιτον Call.Fr.80.9.
2 exigido, reclamado Μήδειαν δ' ἔξαιτον ἑοῦ ἐς πατρὸς ἄγεσθαι ἵεντ' exigían llevarse a casa de su padre a la reclamada Medea A.R.4.1004.

Greek Monolingual

ἔξαιτος, -ον (Α)
περιζήτητος, εξαίρετος, εκλεκτός («ἐξαίτους ἐρέτας», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἔξαιτος: -ον (αἰτέω), περιζήτητος, πολυπόθητος, εκλεκτός, εξαίρετος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔξαιτος: отборный, отличный (οἶνος, ἑκατόμβαι Hom.).

Frisk Etymological English

See also: s. αἴνυμαι.

Middle Liddell

ἔξ-αιτος, ον adj αἰτέω
much asked for, much desired, choice, excellent, Hom.