ἰνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
(2b)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰνώδης:''' (ῑ) [ἴς]<br /><b class="num">1)</b> полный волокон, волокнистый ([[αἷμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> жилистый, сильный, крепкий (κεφαλὴ [[κυνός]] Xen.; δεσμοί Arst.).
|elrutext='''ἰνώδης:''' (ῑ) [ἴς]<br /><b class="num">1)</b> полный волокон, волокнистый ([[αἷμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> жилистый, сильный, крепкий (κεφαλὴ [[κυνός]] Xen.; δεσμοί Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰ¯ν-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[fibrous]], of parts of animals, Xen.
}}
}}

Revision as of 14:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰνώδης Medium diacritics: ἰνώδης Low diacritics: ινώδης Capitals: ΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: inṓdēs Transliteration B: inōdēs Transliteration C: inodis Beta Code: i)nw/dhs

English (LSJ)

[ῑ], ες,

   A fibrous, of parts of animals, X.Cyn.4.1, Arist.HA 497a21; ἰνωδέστατον αἷμα Id.PA651a3; of vegetables, φλοιός, φύλλον, Thphr.HP3.12.1,5, cf. Dsc.4.20; sinewy, X.Cyn.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἰνώδης: ῑ, -ες, (εἶδος) πλήρης ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ αἷμα τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, φλοιός, φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rempli de fibre, nerveux.
Étymologie: ἴς, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α ἰνώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη συνένωση ινών («ινώδης ιστός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ινώδες
δυσδιάλυτη πρωτεΐνη που προκύπτει από το ινωδογόνο κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του, όταν πήζει το αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. μυ-ώδης, νευρ-ώδης)].

Greek Monotonic

ἰνώδης: [ῑ], -ες (εἶδος), γεμάτος από ίνες, ινώδης, λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἰνώδης: (ῑ) [ἴς]
1) полный волокон, волокнистый (αἷμα Arst.);
2) жилистый, сильный, крепкий (κεφαλὴ κυνός Xen.; δεσμοί Arst.).

Middle Liddell

ἰ¯ν-ώδης, ες εἶδος
fibrous, of parts of animals, Xen.