φυτευτός: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φῠτευτός:''' [adj. verb. к [[φυτεύω]] взращенный; τὸ φυτευτὸν [[γένος]] Plat. мир растений. | |elrutext='''φῠτευτός:''' [adj. verb. к [[φυτεύω]] взращенный; τὸ φυτευτὸν [[γένος]] Plat. мир растений. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῠτευτός, ή, όν verb. adj. of [[φυτεύω]]<br />planted, produced, Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A planted, πᾶν τὸ φ. Pl.R.510a.
German (Pape)
[Seite 1319] adj. verb. von φυτεύω, gepflanzt, übtr., erzeugt, Plat. Rep. VI, 510 a.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πεφυτευμένος, φυτευθείς, παραχθείς, Πλάτ. Πολ. 510Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
planté.
Étymologie: φυτεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φυτευτός, -ή, -όν, ΝΑ φυτεύω
αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή
νεοελλ.
αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν
με φυτευτό τρόπο, με φύτευση.
Greek Monotonic
φῠτευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που έχει φυτευτεί, που έχει παραχθεί, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φῠτευτός: [adj. verb. к φυτεύω взращенный; τὸ φυτευτὸν γένος Plat. мир растений.
Middle Liddell
φῠτευτός, ή, όν verb. adj. of φυτεύω
planted, produced, Plat.