καλλίτοξος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(nl)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλλίτοξος -ον [καλός, τόξον] met mooie boog.
|elnltext=καλλίτοξος -ον [καλός, τόξον] met mooie boog.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καλλί-τοξος, ὁ, ἡ, [[τόξον]]<br />with [[beautiful]] bow, Eur.
}}
}}

Revision as of 14:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτοξος Medium diacritics: καλλίτοξος Low diacritics: καλλίτοξος Capitals: ΚΑΛΛΙΤΟΞΟΣ
Transliteration A: kallítoxos Transliteration B: kallitoxos Transliteration C: kallitoksos Beta Code: kalli/tocos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with beautiful bow, E.Ph. 1162.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönem Bogen, Eur. Phoen. 1168.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίτοξος: ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖον τόξον, Εὐρ. Φοίν. 1162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bel arc.
Étymologie: καλός, τόξον.

Greek Monolingual

καλλίτοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο τόξο.

Greek Monotonic

καλλίτοξος: ὁ, ἡ (τόξον), αυτός που έχει ωραίο τόξο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίτοξος: (ῐ) вооруженный отличным луком или отлично стреляющий (Μαινάλου κόρη, sc. Ἀταλάντη Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίτοξος -ον [καλός, τόξον] met mooie boog.

Middle Liddell

καλλί-τοξος, ὁ, ἡ, τόξον
with beautiful bow, Eur.