τειχύδριον: Difference between revisions

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τειχύδριον:''' τό небольшой укрепленный пункт, крепостца Xen.
|elrutext='''τειχύδριον:''' τό небольшой укрепленный пункт, крепостца Xen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τειχύδριον]], ου, τό, [Dim. of [[τεῖχος]], Xen.]
}}
}}

Revision as of 14:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχύδριον Medium diacritics: τειχύδριον Low diacritics: τειχύδριον Capitals: ΤΕΙΧΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: teichýdrion Transliteration B: teichydrion Transliteration C: teichydrion Beta Code: teixu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of τεῖχος, X.HG2.1.28.

German (Pape)

[Seite 1082] τό, dim. von τεῖχος, Xen. Hell. 2, 1, 28, kleines Kastell.

Greek (Liddell-Scott)

τειχύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τεῖχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 409.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite fortification.
Étymologie: dim. de τεῖχος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρό τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].

Greek Monotonic

τειχύδριον: τό, υποκορ. του τεῖχος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τειχύδριον: τό небольшой укрепленный пункт, крепостца Xen.

Middle Liddell

τειχύδριον, ου, τό, [Dim. of τεῖχος, Xen.]