ἐπίτηκτος: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίτηκτος:''' -ον, καλυμμένος, επιστρωμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]]· μεταφ., [[πλαστός]], [[κίβδηλος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐπίτηκτος:''' -ον, καλυμμένος, επιστρωμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]]· μεταφ., [[πλαστός]], [[κίβδηλος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />overlaid with [[gold]]: metaph. [[counterfeit]], Anth. [from [[ἐπιτήκω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A overlaid with gold, στέφανον χρυσοῦν, οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Alex.96. 2 with gold or gilded ornaments laid on, κρατὴρ ὑπάργυρος ἐ. IG22.1386.16 ; στλεγγίδιον ἐ. ib.1544.13. II metaph., counterfeit, ἐπίτηκτα φιλεῖν AP5.186 (Mel.) ; 'veneer', Cic.Att.7.1.5.
German (Pape)
[Seite 992] darauf geschmolzen, angelöthet, bes. von erhabenen Metallarbeiten, die auf größere metallene Gefäße aufgelöthet wurden, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 301; κύλιξ Alexis bei Ath. XI, 471 e; erkünstelt, erheuchelt, verstellt, ἐπίτηκτα φιλοῦσα ἥλως, οὐ κρύπτει πλαστὸν ἔρωτα χρόνος Mel. 62 (V, 187); vgl. Cic. ad Att. 7, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτηκτος: -ον, ἐπίχρυσος, στέφανον κύκλῳ ἔχουσα χρυσοῦν· οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 2. 2) κεκαλυμμένος χρυσῷ ἢ ἐπιχρύσοις κοσμήμασι, «sigillis s. emplematis inductus», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Böckh, κρατὴρ ὑπάργυρος ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 43· κρατὴρ ἐπ., ἐπίχρυσος, αὐτόθι 151. 25., 159. 9. ΙΙ. μεταφ., πλαστὸς, κίβδηλος, ἐπίτηκτα φιλεῖν Ἀνθ. Π. 5, 187, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 7. 1, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 plaqué (d’or, etc.);
2 fig. feint, simulé, faux.
Étymologie: ἐπιτήκω.
Greek Monolingual
ἐπίτηκτος, -ον (Α)
1. ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο μέταλλο
2. (ειδ.) επίχρυσος
3. ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα
4. μτφ. τεχνητός, προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τηκτός (< τήκω «λειώνω»).
Greek Monotonic
ἐπίτηκτος: -ον, καλυμμένος, επιστρωμένος με χρυσό, επίχρυσος· μεταφ., πλαστός, κίβδηλος, σε Ανθ.
Middle Liddell
overlaid with gold: metaph. counterfeit, Anth. [from ἐπιτήκω