τυμβοχόη: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] bouw van een grafheuvel. | |elnltext=τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] bouw van een grafheuvel. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τυμβοχόη]], ἡ,<br />the throwing up a [[cairn]], Il. [from [[τυμβοχόος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A the throwing up a cairn or barrow, ibid. (nisi leg. τυμβοχοῆσ', v. foreg.).
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοχόη: (οὐχί -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.
English (Autenrieth)
see the foregoing.
Greek Monolingual
ἡ, Α τυμβοχοῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυμβοχοῶ, επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού.
Greek Monotonic
τυμβοχόη: ἡ, συσσώρευση χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τυμβοχόη: ἡ насыпание могильного холма, погребение Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] bouw van een grafheuvel.