ἀπομαλακίζομαι: Difference between revisions
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπομᾰλᾰκίζομαι:''' становиться нерешительным, малодушным, робеть, обнаруживать слабость (πρός τι Arst., Plut.). | |elrutext='''ἀπομᾰλᾰκίζομαι:''' становиться нерешительным, малодушным, робеть, обнаруживать слабость (πρός τι Arst., Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Pass. to [[show]] [[weakness]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 9 January 2019
English (LSJ)
A to be weak or cowardly, show weakness, πρός τι in a thing, Arist.HA613a1, cf. Plu.Lyc.10.
German (Pape)
[Seite 314] aus Weichlichkeit etwas unterlassen, sich weichlich zeigen zu etwas, πρός τι Arist. H. A. 9, 7 Plut. Lyc. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομᾰλᾰκίζομαι: παθ., εἶμαι μαλακός, ἢ δειλός, δεικνύω ἀδυναμίαν, πρός τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.
French (Bailly abrégé)
ne pouvoir, par mollesse, se plier (à un régime de vie).
Étymologie: μαλακίζω.
Spanish (DGE)
mostrar cobardía o debilidad, ἐάν τ' ἀπομαλακίζηται πρὸς τὴν εἴσοδον νεοττιᾶς Arist.HA 613a1, πρὸς τὴν κοινὴν ἀπομαλακιζόμενον δίαιταν Plu.Lyc.10, cf. 2.226f.
Greek Monolingual
ἀπομαλακίζομαι κ. -μαλθακίζομαι, κ. μαλθακοῡμαι (-όομαι) (Α)
δέχνομαι υπερβολικά μαλακός, αδύναμος, άτολμος, δειλός.
Greek Monotonic
ἀπομᾰλᾰκίζομαι: Παθ., επιδεικνύω αδυναμία, μαλθακότητα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομᾰλᾰκίζομαι: становиться нерешительным, малодушным, робеть, обнаруживать слабость (πρός τι Arst., Plut.).