ἀποσταδόν: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(3)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστᾰδόν:''' και [[ἀποσταδά]], επίρρ. ([[ἀφίστημι]]), εξ αποστάσεως, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀποστᾰδόν:''' και [[ἀποσταδά]], επίρρ. ([[ἀφίστημι]]), εξ αποστάσεως, σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀφίστημι]]<br />[[standing]] [[aloof]], Hom.
}}
}}

Revision as of 16:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστᾰδόν Medium diacritics: ἀποσταδόν Low diacritics: αποσταδόν Capitals: ΑΠΟΣΤΑΔΟΝ
Transliteration A: apostadón Transliteration B: apostadon Transliteration C: apostadon Beta Code: a)postado/n

English (LSJ)

Adv., (ἀφίσταμαι)

   A from afar, Il.15.556.    II ἀπόσταδον· δίκτυον μεμολυβδωμένον καὶ καλάμῳ περιεννημένον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀφίστημι) ἐκ διαστήματος, ἐξ ἀποστάσεως, Ἰλ. Ο. 556· προσέτι, ἀποσταδά Ὀδ. Ζ. 143.

French (Bailly abrégé)

c. ἀποσταδά.
Étymologie: ἀφίστημι.

English (Autenrieth)

and ἀπο-σταδά (ἵστημι): adv., standing at a distance, Il. 15.556 and Od. 6.143, 146.

Spanish (DGE)

(ἀποστᾰδόν)
adv. desde lejos, aparte, Il.15.556, cf. Hsch., Et.Gen.1072.

Greek Monolingual

ἀποσταδόν κ. -δά (Α) κ. -δην (Μ) αφίσταμαι
από απόσταση, από μακριά.

Greek Monotonic

ἀποστᾰδόν: και ἀποσταδά, επίρρ. (ἀφίστημι), εξ αποστάσεως, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἀφίστημι
standing aloof, Hom.