βαναυσουργία: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(nl) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βαναυσουργία]] -ας, ἡ [[βάναυσος]], [[ἔργον]] handwerk. | |elnltext=[[βαναυσουργία]] -ας, ἡ [[βάναυσος]], [[ἔργον]] handwerk. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[*[[ἔργω]]<br />[[handicraft]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A handicraft, Plu.Marc.14.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, ein Handwerk, Plut. Marc. 14.
Greek (Liddell-Scott)
βαναυσουργία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ βαναύσου, Πλούτ. Μαρκέλλ. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
travail manuel.
Étymologie: βάναυσος, ἔργον.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
trabajo manual φορτικῆς βαναυσουργίας δεομένοι Plu.Marc.14, Poll.7.6.
Greek Monolingual
βαναυσουργία, η (Α) βαναυσουργός
η χειρωνακτική εργασία.
Greek Monotonic
βαναυσουργία: ἡ (*ἔργω), χειρωνακτικό έργο, χειρωνακτική τέχνη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰναυσουργία: ἡ ручной труд, ремесло Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαναυσουργία -ας, ἡ βάναυσος, ἔργον handwerk.
Middle Liddell
[*ἔργω
handicraft, Plut.