βομβήεις: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(3) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βομβήεις:''' -εσσα, -εν ([[βομβέω]]), αυτός που βουΐζει, αυτός που ζουζουνίζει, σε Ανθ. | |lsmtext='''βομβήεις:''' -εσσα, -εν ([[βομβέω]]), αυτός που βουΐζει, αυτός που ζουζουνίζει, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[βομβέω]]<br />humming, buzzing, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 9 January 2019
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = βομβητικός, APl.4.74; κῦμα Nonn.D.3.32.
German (Pape)
[Seite 453] εσσα, εν, summend, μέλισσα Ep. ad. 467 (Plan. 74); brausend, κῦμα Nonn. D. 3, 32.
Greek (Liddell-Scott)
βομβήεις: εσσα, εν, = βομβητικός, Ἀνθ. II. 4. 74.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
1 qui bourdonne (abeille);
2 qui gronde (flot).
Étymologie: βόμβος.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
zumbón μέλισσα AP 16.74
•retumbante κῦμα Nonn.D.3.32.
Greek Monolingual
βομβήεις, -εσσα, -εν (Α) βόμβος
ο γεμάτος βόμβο.
Greek Monotonic
βομβήεις: -εσσα, -εν (βομβέω), αυτός που βουΐζει, αυτός που ζουζουνίζει, σε Ανθ.
Middle Liddell
βομβέω
humming, buzzing, Anth.