βαρύγουνος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύγουνος:''' -ον ([[γόνυ]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[γόνατα]], [[οκνηρός]], σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''βᾰρύγουνος:''' -ον ([[γόνυ]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[γόνατα]], [[οκνηρός]], σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γόνυ]]<br />[[heavy]]-kneed, [[lazy]], Call.
}}
}}

Revision as of 20:28, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠγουνος Medium diacritics: βαρύγουνος Low diacritics: βαρύγουνος Capitals: ΒΑΡΥΓΟΥΝΟΣ
Transliteration A: barýgounos Transliteration B: barygounos Transliteration C: varygounos Beta Code: baru/gounos

English (LSJ)

ον,

   A heavy-kneed, lazy, Call.Del. 78, Coluth.121:—also βᾰρῠ-γούνατος Theoc.18.10.

German (Pape)

[Seite 433] dasselbe, Callim. Del. 78; Coluth. 120; Nonn. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγουνος: -ον, ὁ βαρέα ἔχων τὰ γόνατα, ὀκνηρός, Καλλ. εἰς Δῆλ. 78· βᾰρῡγούνατος Θεόκρ. 18. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux genoux alourdis.
Étymologie: βαρύς, γόνυ.

Greek Monolingual

βαρύγουνος και βαρυγούνατος, -ον (Α)
αυτός που νιώθει βαριά τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γόνυ (γεν. γόνατος και γούνατος και γουνός)].

Greek Monotonic

βᾰρύγουνος: -ον (γόνυ), αυτός που έχει βαριά γόνατα, οκνηρός, σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

γόνυ
heavy-kneed, lazy, Call.