δέλφιξ: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(1b) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=-ικος See also: s. [[Δελφοι]] | |etymtx=-ικος See also: s. [[Δελφοι]] | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=a [[tripod]], Plut. [Perh. from [[Δελφοί]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ῐκος, ὁ,
A tripod, δέλφικας ἀργυροῦς Plu.TG2 (prob. for δελφῖνας) ; δέλφικα· τὸν τρίποδα EM255.10.
German (Pape)
[Seite 544] ικος, ἡ, = δελφινίς, Plut. Tib. Graech. 2.
Greek (Liddell-Scott)
δέλφιξ: ῐκος, ὁ, τρίπους παρὰ Ρωμαίοις, δέλφικας ἀργυροῦς Πλούτ. Τιβ. Γράκχ. 2 (κατὰ τὸν Dacier ἀντὶ δελφῖνας) Μ. Ε.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ) :
table à trois pieds, chez les Romains (cf. δελφινίς).
Spanish (DGE)
-ικος, ὁ trípode Plu.TG 2 (cj.), EM 255.9G.
Greek Monolingual
δέλφιξ (-ικος), ο (Α)
ο τρίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Δελφοί, με άγνωστο πρότυπο σχηματισμού].
Greek Monotonic
δέλφιξ: -ῐκος, ὁ, τρίποδας σε σχήμα δελφινιού, σε Πλούτ. (πιθ. από το Δελφοί).
Russian (Dvoretsky)
δέλφιξ: ῐκος ὁ (лат. delphica mensa) дельфика (у римлян - богато отделанный стол в форме треножника) Plut.
Frisk Etymological English
-ικος See also: s. Δελφοι