δημόλευστος: Difference between revisions
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
(1b) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δημόλευστος:''' всенародно побитый камнями: [[φόνος]] δ. Soph. смерть от побиения камнями. | |elrutext='''δημόλευστος:''' всенародно побитый камнями: [[φόνος]] δ. Soph. смерть от побиения камнями. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λεύω]]<br />[[publicly]] stoned, δ. [[φόνος]] [[death]] by [[public]] [[stoning]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:46, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, S.Ant.36; of a person, Lyc.331.
German (Pape)
[Seite 563] vom Volk gesteinigt, Lycophr. 331; φόνος, Steinigungstod, Soph. Ant. 36.
Greek (Liddell-Scott)
δημόλευστος: -ον, ὁ δημοσίᾳ λιθοβοληθείς, Λυκόφρ. 331· δ. φόνος ,θάνατος διὰ δημοσίου λιθοβολισμοῦ, Σοφ. Ἀντ.36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lapidé par le peuple : δημόλευστος φόνος SOPH mort d’un supplicié lapidé par le peuple.
Étymologie: δῆμος, λεύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 producido por lapidación pública φόνος S.Ant.36.
2 lapidado por el pueblo πρέσβυς Lyc.331.
Greek Monolingual
δημόλευστος, -ον (Α)
1. ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό
2. φρ. «δημόλευστος φόνος» — αυτός που έγινε με δημόσιο λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + λεύω «λιθοβολώ»].
Greek Monotonic
δημόλευστος: -ον (λεύω), αυτός που λιθοβολείται δημόσια· δ. φόνος, θάνατος μέσω δημοσίου λιθοβολισμού, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημόλευστος -ον [δῆμος, λεύω] door het volk gestenigd.
Russian (Dvoretsky)
δημόλευστος: всенародно побитый камнями: φόνος δ. Soph. смерть от побиения камнями.
Middle Liddell
λεύω
publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, Soph.