δολερός: Difference between revisions
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δολερός:'''<br /><b class="num">1)</b> хитрый, коварный (sc. [[Κλυταιμνήστρα]] Soph.; [[κρυψίνους]] καὶ δ. Xen.; [[ἄνθρωπος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> обманчивый, коварный ([[ποταμός]] Her. - v. l. [[θολερός]]; εἵματα Her., Plut.; χρώματα Plut.). | |elrutext='''δολερός:'''<br /><b class="num">1)</b> хитрый, коварный (sc. [[Κλυταιμνήστρα]] Soph.; [[κρυψίνους]] καὶ δ. Xen.; [[ἄνθρωπος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> обманчивый, коварный ([[ποταμός]] Her. - v. l. [[θολερός]]; εἵματα Her., Plut.; χρώματα Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [[δόλος]]<br />[[deceitful]], [[deceptive]], [[treacherous]], Hdt., Soph., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ά, όν, (δόλος)
A deceitful, treacherous, νόος Hdt.2.151; ἄνθρωποι, εἵματα, Id.3.22; φρήν S.Ph.1112 (lyr.), cf. X.Cyr.1.6.27, Ant.Lib.29.3; δολερὸν πέφυκεν ἄνθρωπος Arr.An.4.5.1; δ. ἔρως Pl. Smp.205d. Adv. -ρῶς Ph.2.314, J.AJ14.13.6, Poll.3.132.
German (Pape)
[Seite 654] listig, betrügerisch; μήτηρ, φρήν, Soph. El. 123 Phil. 1099; Ar. Av. 451; εἵματα die einen falschen Schein geben, Her. 3, 22; Folgde; neben ἐπίβουλος καὶ κρυψίνους Xen. Cyr. 1, 6, 27; auch ποταμός, Her. 7, 35. – Von Sachen, verfälscht, Plut. – Adv., Poll. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δολερός: -ά, -όν, (δόλος) δόλιος, ἀπατηλός, Ἡρόδ. 2. 151., 3. 22, Σοφ. Φ. 1112, κτλ. -Ἐπίρρ. -ρῶς, Πολυδ. Γ΄, 132.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
rusé ; faux, trompeur, perfide.
Étymologie: δόλος.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
1 de pers. traidor, engañoso, traicionero ἄνθρωποι Hdt.3.22, cf. Corinn.40.5(a).2, Ar.Au.451, X.Cyr.1.6.27, Vett.Val.388.9, μάτηρ de Clitemestra, S.El.123, νόος Hdt.2.151, Anacreont.57.25, φρήν S.Ph.1112, ἔρως Pl.Smp.205d, tb. de anim. γαλῆ Ant.Lib.29.3, κέαρ del oso, Opp.C.3.145, cf. D.P.Au.1.11, φιλία AP 11.390 (Lucill.), ὤλοντο ... δολερῷ θανάτῳ AP 7.312 (Asinius), δ. νοῦσος traicionera enfermedad, ICr.3.3.50 (Hierapitna II d.C.), ὀπιπεύων δολερὰς ... ὀπωπάς Musae.101
•fig. δ. χάος engañoso agujero como trampa de leones, Opp.C.4.92.
2 adv. -ῶς a traición, traidoramente μηχανᾶται δ. τὸν φόνον Ph.2.314, ὑποκρίνεσθαι δ. I.AI 14.350, cf. Poll.3.132.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δολερός, -ά, -όν)
αυτός που ενεργεί με δόλο, πανούργος, ανειλικρινής.
Greek Monotonic
δολερός: -ά, -όν (δόλος), απατηλός, αυτός που ξεγελά, ύπουλος, δόλιος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δολερός:
1) хитрый, коварный (sc. Κλυταιμνήστρα Soph.; κρυψίνους καὶ δ. Xen.; ἄνθρωπος Arst.);
2) обманчивый, коварный (ποταμός Her. - v. l. θολερός; εἵματα Her., Plut.; χρώματα Plut.).
Middle Liddell
adj δόλος
deceitful, deceptive, treacherous, Hdt., Soph., etc.