διερευνητής: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διερευνητής:''' ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.). | |elrutext='''διερευνητής:''' ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[διερευνητής]], οῦ, <i>n</i> [from [[διερευνάω]]<br />a [[scout]] or [[vidette]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 9 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A scout or vedette, X. Cyr.5.4.4, 6.3.2. II spy, D.H.4.43.
Greek (Liddell-Scott)
διερευνητής: -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
explorateur, investigateur.
Étymologie: διερευνάω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
explorador X.Cyr.5.4.4, 6.3.2
•espía, agente D.H.4.43, D.C.79.13.4.
Greek Monolingual
ο (Α διερευνητής) διερευνώ
σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής
αρχ.
κατάσκοπος.
Greek Monotonic
διερευνητής: -οῦ, ὁ, ανιχνευτής ή κατάσκοπος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διερευνητής: ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.).
Middle Liddell
διερευνητής, οῦ, n [from διερευνάω
a scout or vidette, Xen.