ἐκδιαιτάομαι: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(2) |
(1ab) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκδιαιτάομαι:''' отступать от привычного образа жизни: εἴ τι που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων; Thuc. уж не отклонился ли он от установленных обычаев? | |elrutext='''ἐκδιαιτάομαι:''' отступать от привычного образа жизни: εἴ τι που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων; Thuc. уж не отклонился ли он от установленных обычаев? | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Pass. to [[depart]] from one's [[accustomed]] [[mode]] of [[life]], [[change]] one's habits, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 757] von der bisherigen, gewohnten Lebensweise abweichen; εἴ τί που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων, ob er etwa in Etwas von der bestehenden Sitte abgewichen, Thuc. 1, 132; μηδὲν ἐκδιαιτώμενος τῶν πατρίων Dion. Hal. 5, 74; Sp. auch c. acc., wie Philo. Auch Μήδεια ἤδη εἰς τὰ ἀμείνω καὶ Ἑλληνικὰ ἐκδεδιῃτημένη, Ath. XIII, 556 c, hat seine Lebensart zum Bessern geändert.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιαιτάομαι: μέσ., ἐξέρχομαι τοῦ συνήθους τρόπου τοῦ βίου μου, μεταβάλλω συνηθείας, ἕξεις, Ἰππ. 378. 27· ἐκδ. ἐκ τῶν καθεστώτων νομίμων Θουκ. 1. 132, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 74, Ἀθήν. 556C· ― παρὰ μεταγεν., καὶ μετ’ αἰτ., Φίλων 2. 128· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργητ., ἐξεδιῄτησε τὴν πάτριον ἁγνείαν Ἰώσηπ. Ἰ. Π. 7. 8, 1 Bekk.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
s’écarter de la règle, de l’habitude, avec ἔκ τινος.
Étymologie: ἐκ, διαιτάω.
Greek Monotonic
ἐκδιαιτάομαι: μέλ. -ήσομαι· Παθ., ξεφεύγω, απομακρύνομαι από τον τρόπο ζωής στον οποίο ήμουν συνηθισμένος, αλλάζω τις συνήθειές μου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδιαιτάομαι: отступать от привычного образа жизни: εἴ τι που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων; Thuc. уж не отклонился ли он от установленных обычаев?
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Pass. to depart from one's accustomed mode of life, change one's habits, Thuc.