ἐνάμιλλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐνάμιλλος:''' (ᾰ) досл. вступающий или вступивший в соревнование, перен. успешно соперничающий, не уступающий (τινί τι Plat., Isocr., τινι εἴς τι Plat. и τινι πρός τι Plat., Arst.): δεινῶν ὄντων, ὧν ἠκούσατε, τὰ λοιπὰ ἐνάμιλλα τούτοις Dem. если то, что вы услышали, ужасно, то (и) остальное этому подстать.
|elrutext='''ἐνάμιλλος:''' (ᾰ) досл. вступающий или вступивший в соревнование, перен. успешно соперничающий, не уступающий (τινί τι Plat., Isocr., τινι εἴς τι Plat. и τινι πρός τι Plat., Arst.): δεινῶν ὄντων, ὧν ἠκούσατε, τὰ λοιπὰ ἐνάμιλλα τούτοις Dem. если то, что вы услышали, ужасно, то (и) остальное этому подстать.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐν-ά˘μιλλος, ον <i>adj</i> [[ἅμιλλα]]<br />[[engaged]] in [[equal]] [[contest]] with, a [[match]] for, τινι Plat.
}}
}}

Revision as of 21:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰμιλλος Medium diacritics: ἐνάμιλλος Low diacritics: ενάμιλλος Capitals: ΕΝΑΜΙΛΛΟΣ
Transliteration A: enámillos Transliteration B: enamillos Transliteration C: enamillos Beta Code: e)na/millos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ἅμιλλα)

   A engaged in equal contest with, a match for, τὴν φύσιν ἐ. τοῖς ἡλικιώταις Pl.Prt.316b, cf.Isoc.5.68; ἐ. τινὶ πρός τι Pl.R.433d, Criti.110e, cf.Arist.Pol.1283a5; τοῖς πολίταις ἐ. παρασκευάζων ἑαυτόν IG22.835.12, cf. Plu.Comp.Ag.Gracch.3; τὰ λοίπ' ἐ. τούτοις on a par with, D.25.54; τοῖς κρατίστοις ἐ. τὸν κυνισμὸν εἶναι Jul.Or.6.182c. Adv. -λως, τινί equally with, Isoc.12.7.

German (Pape)

[Seite 826] wetteifernd, im Wettkampf Einem gewachsen, gleich; τοῖς ἡλικιώταις Plat. Prot. 316 c; Isocr. 5, 68 u. öfter; Dem. 25, 54; dem συμβλητόν entsprechend, Arist. polit. 3, 8; πρός τι, Plat. Critia. 110 e u. Sp.; τινός, Plut. Ag. et Graech. 3. – Adv. ἐναμίλλως, τινί, Isocr. 12, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui le dispute à, égal ou comparable à : τινί τι ou τινι εἴς τι, τινί τινος à qqn pour qch.
Étymologie: ἐν, ἅμιλλα.

Spanish (DGE)

-ον
1 que rivaliza o compite con, comparable a
a) c. dat. directivo o πρός c. ac. ἵν' ... καὶ σὺ ταύταις ἐ. γένῃ Crates Theb.Ep.9, τοῖς πολίταις ἐνάμιλλο[ν παρασκευάζω] ν ἑαυτόν IG 22.835.12, Ἡρακλεῖ καὶ Διονύσῳ ἐνάμιλλον τιθέασί με Luc.DMort.12.6, cf. Plu.Comp.TG CG 3, ἐνάμιλλον τὴν σαυτοῦ δόξαν καταστήσεις τοῖς πρωτεύσασιν Isoc.5.68, cf. D.25.54, τὸν κυνισμὸν εἶδός τι φιλοσοφίας εἶναι ... τοῖς κρατίστοις ἐνάμιλλον Iul.Or.9.182c, πέρναι διάφοροι ... ταῖς Κιβυρικαῖς ἐνάμιλλοι Str.3.4.11, καὶ ὅλως ἂν τὸ μέγεθος ἐνάμιλλον εἴη καὶ πρὸς πλοῦτον καὶ πρὸς ἐλευθερίαν y la talla en general podría entrar en competencia con la riqueza y la libertad Arist.Pol.1283a5, cf. Pl.Criti.110e;
b) c. dat. directivo y ac. de rel., dat. limit. o πρός c. ac. comparable en, que rivaliza en αὐτὸς ... τὴν φύσιν δοκεῖ ἐ. εἶναι τοῖς ἡλικιώταις Pl.Prt.316b, ἄνδρα ... εὐταξίᾳ δὲ καὶ πρᾳότητι τοῖς πρώτοις ἐνάμιλλον Plu.Brut.2, cf. D.S.5.32, τοῦτο μὲν τόλμῃ, τοῦτο δὲ τύχῃ ταῖς ἀρίσταις (πράξεσιν) ἐνάμιλλον esto (fue) en audacia y suerte comparable a las mejores (acciones) Plu.Arat.24, (δύναμιν) ἐνάμιλλον ... πρὸς ἀρετὴν πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆς Pl.R.433d;
c) sólo c. dat. limit. τὴν παράλιον ἐνάμιλλον εὕροι τις ἂν τοῖς ἐκ θαλάττης ἀγαθοῖς uno encontraría que la zona costera rivaliza en los bienes sacados del mar (con la zona interior), Str.3.2.7.
2 adv. -ως rivalizando con, en igualdad con c. dat. ἐναμίλλως τοῖς ... περὶ ἑκάτερον τούτων εὐτυχηκόσιν Isoc.12.7.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐνάμιλλος, -ον)
αυτός που μπορεί να διαγωνίζεται με άλλους, εφάμιλλος, ισάξιος, ίσος, ισόπαλος.
επίρρ...
εναμίλλως
εφάμιλλα, ισάξια, όμοια.

Greek Monotonic

ἐνάμιλλος: [ᾰ], -ον (ἅμιλλα), αυτός που μπορεί να αγωνισθεί ή να συγκριθεί με κάποιον, ισοδύναμος, ισάξιος, τινι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάμιλλος: (ᾰ) досл. вступающий или вступивший в соревнование, перен. успешно соперничающий, не уступающий (τινί τι Plat., Isocr., τινι εἴς τι Plat. и τινι πρός τι Plat., Arst.): δεινῶν ὄντων, ὧν ἠκούσατε, τὰ λοιπὰ ἐνάμιλλα τούτοις Dem. если то, что вы услышали, ужасно, то (и) остальное этому подстать.

Middle Liddell

ἐν-ά˘μιλλος, ον adj ἅμιλλα
engaged in equal contest with, a match for, τινι Plat.