δυσπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσπρεπής:''' недостойный, неподобающий (κἂν τοῖσι δούλοις Eur.). | |elrutext='''δυσπρεπής:''' недостойный, неподобающий (κἂν τοῖσι δούλοις Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πρεπής, ές [[πρέπω]]<br />[[base]], [[undignified]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A base, undignified, E.Hel.300.
German (Pape)
[Seite 688] ές, unschicklich, Eur. Hel. 307.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρεπής: -ές, ἀπρεπής, ἀναξιοπρεπής, Εὐρ. Ἑλ. 300.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
indécent, inconvenant.
Étymologie: δυσ-, πρέπω.
Spanish (DGE)
-ές
1 indigno, inconveniente ἀγχόναι ... κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται E.Hel.300.
2 feo, deforme Hsch.
Greek Monolingual
δυσπρεπής, -ές (Α)
αναξιοπρεπής.
Greek Monotonic
δυσπρεπής: -ές (πρέπω), απρεπής, αναξιοπρεπής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρεπής: недостойный, неподобающий (κἂν τοῖσι δούλοις Eur.).
Middle Liddell
δυσ-πρεπής, ές πρέπω
base, undignified, Eur.