ἐποχθίδιος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(2) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐποχθίδιος:''' (ῐδ) живущий на высотах, горный (эпитет ореад) Anth. | |elrutext='''ἐποχθίδιος:''' (ῐδ) живущий на высотах, горный (эпитет ореад) Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπ-οχθίδιος, η, ον [[ὄχθη]]<br />on or of the mountains, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 9 January 2019
English (LSJ)
α, ον, (ὄχθη)
A on or of the river-banks, Νύμφαι AP9.556 (Zon.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐποχθίδιος: -α, -ον, (ὄχθη), ἐπὶ τῶν ὄχθων τὰς διατριβὰς ποιούμενος, Νύμφαι ἐποχθίδιαι, Νηρηΐδες, εἴδετε Δάφνιν χθιζὸν Ἀνθ. Π. 9. 556.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui habite sur les hauteurs, sur les collines.
Étymologie: ἐπί, ὄχθη.
Greek Monolingual
ἐποχθίδιος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται πάνω στην όχθη.
Greek Monotonic
ἐποχθίδιος: -αν, -ον (ὄχθη), ορεινός ή βουνίσιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποχθίδιος: (ῐδ) живущий на высотах, горный (эпитет ореад) Anth.
Middle Liddell
ἐπ-οχθίδιος, η, ον ὄχθη
on or of the mountains, Anth.