ζητητός: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(nl)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ζητητός -ή -όν [ζητέω] gezocht.
|elnltext=ζητητός -ή -όν [ζητέω] gezocht.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ζητητός]], ή, όν verb. adj. of [[ζητέω]],]<br />sought for, Soph.
}}
}}

Revision as of 23:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζητητός Medium diacritics: ζητητός Low diacritics: ζητητός Capitals: ΖΗΤΗΤΟΣ
Transliteration A: zētētós Transliteration B: zētētos Transliteration C: zititos Beta Code: zhthto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sought for, τινι S.OC389.

German (Pape)

[Seite 1140] gesucht, erwünscht, Soph. O. C. 389, τινί,

Greek (Liddell-Scott)

ζητητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ζητούμενος ἢ ζητηθείς, ὃν ἐζήτησεν ἢ ζητεῖ τις, τινι Σοφ. Ο. Κ. 389.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’être recherché.
Étymologie: adj. verb. de ζητέω.

Greek Monolingual

ζητητός, -ή, -όν (Α) ζητώ
αυτός που αναζητείται, που είναι αντικείμενο έρευνας.

Greek Monotonic

ζητητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ζητέω, αυτός τον οποίο ζητεί ή ζήτησε κάποιος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ζητητός: [adj. verb. к ζητέω разыскиваемый, желанный: ζ. τινι ἔσεσθαι Soph. стать (в будущем) предметом поисков, т. е. быть окруженным почитанием.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζητητός -ή -όν [ζητέω] gezocht.

Middle Liddell

ζητητός, ή, όν verb. adj. of ζητέω,]
sought for, Soph.