ἡμίγυμνος: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμίγῠμνος:''' полунагой Luc., Plut. | |elrutext='''ἡμίγῠμνος:''' полунагой Luc., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἡμί-γυμνος, ον<br />[[half]]-[[naked]], Luc.: so [[ἡμι-]][[γύναιος]], ον, Suid.; [[ἡμίγυνος]], ον, Synes. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A half-naked, Luc.DMar.14.3, Arr.Ind.24.8.
German (Pape)
[Seite 1167] halb nackt, Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίγυμνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ γυμνός, Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 14. 3, Ἀρριαν. Ἰνδ. 24. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié nu.
Étymologie: ἡμι-, γυμνός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίγυμνος, -ον)
ο εν μέρει γυμνός, μισόγυμνος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ημίγυμνο
η κατάσταση του ημίγυμνου.
Greek Monotonic
ἡμίγυμνος: -ον, μισοντυμένος, ημίγυμνος, σε Λουκ.· ομοίως, ἡμιγύναιος, -ον, σε Σουΐδ.· ἡμίγυνος, -ον, σε Συνέσ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίγῠμνος: полунагой Luc., Plut.
Middle Liddell
ἡμί-γυμνος, ον
half-naked, Luc.: so ἡμι-γύναιος, ον, Suid.; ἡμίγυνος, ον, Synes.