θηροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θηροσκόπος:''' высматривающий (подстерегающий) диких животных ([[Ἄρτεμις]] HH; Ζηνὸς καὶ Λητοῦς [[κούρη]] Anth.).
|elrutext='''θηροσκόπος:''' высматривающий (подстерегающий) диких животных ([[Ἄρτεμις]] HH; Ζηνὸς καὶ Λητοῦς [[κούρη]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θηρο]]-σκόπος, ον<br />looking out for [[wild]] beasts, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 23:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηροσκόπος Medium diacritics: θηροσκόπος Low diacritics: θηροσκόπος Capitals: ΘΗΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: thēroskópos Transliteration B: thēroskopos Transliteration C: thiroskopos Beta Code: qhrosko/pos

English (LSJ)

ον,

   A looking out for wild beasts, epith. of Artemis, h.Hom.27.11, B.10.107, AP6.240 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1210] dem Wilde auflauernd; Artemis, H. h. 27, 11; Philp. 47 (VI, 240).

Greek (Liddell-Scott)

θηροσκόπος: -ον, ἀναζητῶν ἄγρια θηρία, Ὁμ. Ὕμν. 27. 11, Βακχυλ. 10, 107 (ἔκδ. Blass), Ἀνθ. Π. 6. 240.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui guette les animaux sauvages.
Étymologie: θήρ, σκοπέω.

Greek Monolingual

θηροσκόπος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτός που θηρεύει θηρία, που αναζητεί άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος, τερα-σκόπος].

Greek Monotonic

θηροσκόπος: -ον, αυτός που αναζητά άγρια ζώα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

θηροσκόπος: высматривающий (подстерегающий) диких животных (Ἄρτεμις HH; Ζηνὸς καὶ Λητοῦς κούρη Anth.).

Middle Liddell

θηρο-σκόπος, ον
looking out for wild beasts, Hhymn.