ἡρωικός: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(16)
(1ab)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἡρωϊκός]], -ή, -όν) [[ήρως]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («[[κατά]] τους ηρωικούς χρόνους»)<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική [[αρετή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο [[γενναίος]] [[μέχρι]] σημείου αυτοθυσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἡρωϊκός]] [[στίχος]]» — ο [[εξάμετρος]]<br /><b>2.</b> «ἡρωϊκόν [[μέτρον]]» — το δακτυλικό εξάμετρο<br /><b>3.</b> «ἡρωϊκή [[τάξις]]» — επικό [[ποίημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηρωικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἡρωϊκῶς)<br />με ηρωικό τρόπο, σαν [[ήρωας]] (α. «αντιστάθηκε ηρωικά» β. «ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι τον βίον», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἡρωϊκός]], -ή, -όν) [[ήρως]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («[[κατά]] τους ηρωικούς χρόνους»)<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική [[αρετή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο [[γενναίος]] [[μέχρι]] σημείου αυτοθυσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἡρωϊκός]] [[στίχος]]» — ο [[εξάμετρος]]<br /><b>2.</b> «ἡρωϊκόν [[μέτρον]]» — το δακτυλικό εξάμετρο<br /><b>3.</b> «ἡρωϊκή [[τάξις]]» — επικό [[ποίημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηρωικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἡρωϊκῶς)<br />με ηρωικό τρόπο, σαν [[ήρωας]] (α. «αντιστάθηκε ηρωικά» β. «ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι τον βίον», <b>Διόδ.</b>).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡρωικός]], ή, όν [[ἥρως]]<br /><b class="num">I.</b> of or for a [[hero]], [[heroic]], Plat., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[metrically]], ἡρ. [[στίχος]] the [[heroic]] [[verse]], the [[hexameter]], Plat.
}}
}}

Revision as of 23:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡρωικός Medium diacritics: ἡρωικός Low diacritics: ηρωικός Capitals: ΗΡΩΙΚΟΣ
Transliteration A: hērōikós Transliteration B: hērōikos Transliteration C: iroikos Beta Code: h(rwiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of the heroes, κατὰ τοὺς ἡ. χρόνους (cf. ἥρως 1.1) Arist.Pol.1285b4; ἡ χλαῖνα ἡ. φόρημα Ammon.Diff. p.140V.    2 of or for a hero, heroic, φῦλον Pl.Cra.398e; ἡ. σώματα of heroic stature, Phld.Po.2.43; ἀρετή Arist.EN1145a20; ἡρωϊκὰ φρονεῖν Luc.Am.20. Adv. -κῶς like a hero, τελευτῆσαι τὸν βίον D.S. 2.45; cf. ἡροϊκός.    II in Metre, ἡ. στίχος heroic verse, hexameter, Pl.Lg.958e; μέτρον Arist.Po.1459b32; εἰς τὴν ἡ. τάξιν ἐπανῆχθαι to be brought into an Epic poem, D.60.9. Adv. -κῶς, τὴν τραγῳδίαν ἀναγνῶναι D.T.629.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἡρωικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς ἥρωας, κατὰ τοὺς ἡρ. χρόνους (ἴδε ἥρως Ι. 1) Ἀριστ. Πολ. 3. 14, 11· ἡ χλαῖνα ἡρ. φόρημα ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 458, κτλ. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἥρωα, φῦλον Πλάτ. Κρατ. 398Ε· ἀρετὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 1· ἡρωϊκὰ φρονεῖν Λουκ. Ἔρωσ. 20. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς ἥρως, τελευτᾶν Διόδ. 2. 45· συγκρ. ἡρωικώτερον Θεοφύλ. Πρβλ. ἡροϊκός, ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ἡρ. στίχος, ὁ ἑξάμετρος,· Πλάτ. Νόμ. 958Ε· μέτρον Ἀριστ. Ποιητ. 24, 8· εἰς τὴν ἡρ. τάξιν ἐνανάγειν, μεταφέρειν εἰς ἐπικ. ποίημα, Δημ. 1391. 22.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἡρωϊκός, -ή, -όν) ήρως
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («κατά τους ηρωικούς χρόνους»)
2. αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική αρετή»)
νεοελλ.
αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο γενναίος μέχρι σημείου αυτοθυσίας
αρχ.
φρ.
1. «ἡρωϊκός στίχος» — ο εξάμετρος
2. «ἡρωϊκόν μέτρον» — το δακτυλικό εξάμετρο
3. «ἡρωϊκή τάξις» — επικό ποίημα.
επίρρ...
ηρωικώς και -ά (Α ἡρωϊκῶς)
με ηρωικό τρόπο, σαν ήρωας (α. «αντιστάθηκε ηρωικά» β. «ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι τον βίον», Διόδ.).

Middle Liddell

ἡρωικός, ή, όν ἥρως
I. of or for a hero, heroic, Plat., etc.
II. metrically, ἡρ. στίχος the heroic verse, the hexameter, Plat.