θυρσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θυρσοφόρος:''' несущий тирс, тирсоносный (Βάκχαι Eur.; [[Διόνυσος]] Anth.).
|elrutext='''θυρσοφόρος:''' несущий тирс, тирсоносный (Βάκχαι Eur.; [[Διόνυσος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυρσο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[thyrsus]]-[[bearing]], Eur., Anth.
}}
}}

Revision as of 23:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοφόρος Medium diacritics: θυρσοφόρος Low diacritics: θυρσοφόρος Capitals: ΘΥΡΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thyrsophóros Transliteration B: thyrsophoros Transliteration C: thyrsoforos Beta Code: qursofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A thyrsus-bearing, Βάκχαι E.Cyc.64 (lyr.), cf.AP9.524.9.

German (Pape)

[Seite 1228] den Thyrsus tragend; Βάκχαι Eur. Cycl. 64; Dionysus Anth. (IX, 524, 8); Orph. H. 43, 3.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοφόρος: -ον, ὁ φέρων θύρσον, Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 64, Ἀνθ. Π. 9. 524.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un thyrse.
Étymologie: θύρσος, φέρω.

Greek Monolingual

θυρσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο-φόρος, τροπαιο-φόρος.

Greek Monotonic

θυρσοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θυρσοφόρος: несущий тирс, тирсоносный (Βάκχαι Eur.; Διόνυσος Anth.).

Middle Liddell

θυρσο-φόρος, ον φέρω
thyrsus-bearing, Eur., Anth.