Καδμεῖος: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(2b) |
(1ab) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Καδμεῖος:''' дор. Καδμέϊος, ион. [[Καδμήϊος]] 3 кадмов, кадмейский, т. е. фиванский: [[Καδμεία]] [[νίκη]] погов. Plat. кадмейская победа (гибельная для обеих сторон, как в битве Σπαρτοί или Этеокла с Полиником). | |elrutext='''Καδμεῖος:''' дор. Καδμέϊος, ион. [[Καδμήϊος]] 3 кадмов, кадмейский, т. е. фиванский: [[Καδμεία]] [[νίκη]] погов. Plat. кадмейская победа (гибельная для обеих сторон, как в битве Σπαρτοί или Этеокла с Полиником). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Καδμεῖος]], η, ον<br />Cadmean, Hes., Trag.; poet. Καδμέϊος, Pind., Soph., ionic [[form]] Καδμήιος, η, ον Καδμεῖοι, οἱ, the Cadmeans or [[ancient]] inhabitants of [[Thebes]], Hom., etc.; also [[Καδμείωνες]], Il.:— ἡ [[Καδμεία]] the [[citadel]] of [[Thebes]], Xen.:—[[proverb]]., [[Καδμεία]] [[νίκη]] a [[dear]]-bought [[victory]] (from the [[story]] of the Σπαρτοί, or that of [[Polynices]] and [[Eteocles]]), Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
Καδμεῖος: -α, -ον, ὁ ἐκ τοῦ Κάδμου, Καδμείη... Σεμέλη, ἡ τοῦ Κάδμου θυγάτηρ, Ἡσ. Θ. 940, Τραγ.· ποιητ. Καδμέϊος, Πινδ. Ι. 4. 88 (3. 71), Σοφ. Ἀντ. 1115· - Καδμεῖοι, οἱ, οἱ παλαιοὶ κάτοικοι τῶν Θηβῶν, Ὅμ., Ἡσ., Τραγ.· ὡσαύτως Καδμείωνες Ἰλ. Δ. 385, κτλ.: - ἡ Καδμεία, ἡ ἀκρόπολις τῶν Θηβῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11· - παροιμ., Καδμεία νίκη, ἐπιφέρουσα δηλ. τὸν ἴδιον ὄλεθρον τῶν νικώντων (ἐκ τοῦ μύθου τῶν Σπαρτῶν, δηλ. τῶν καταγομένων ἐκ τῶν σπαρτῶν ὀδόντων τοῦ δράκοντος, ἢ ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ Πολυνείκους καὶ Ἐτεοκλέους), Ἡρόδ. 1. 166, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 641C, Πλούτ. 2. 488Α, Σουίδ.· ὡσαύτως, Καδμεῖον κράτος Ἀνθ. Π. 5. 179.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Cadmos, cadméen ; οἱ Καδμεῖοι les descendants de Cadmos, les Thébains.
Étymologie: Κάδμος.
Greek Monotonic
Καδμεῖος: -α, -ον, Καδμείος, ο καταγόμενος από τον Κάδμο, σε Ησίοδ., Τραγ.· ποιητ. Καδμέϊος, σε Πίνδ., Σοφ.· Ιων. αντί Καδμήϊος, -η, -ον· Καδμεῖοι, οἱ, οι Καδμείοι ή οι παλαιοί κάτοικοι των Θηβών, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης Καδμειῶνες, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡ Καδμεία, η ακρόπολη των Θηβών, σε Ξεν.· παροιμ., Καδμεία νίκη, η νίκη που επιφέρει τον χαμό των ίδιων των νικητών (από το μύθο των Σπαρτῶν ή από την ιστορία του Πολυνείκη και Ετεοκλή), σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Καδμεῖος: дор. Καδμέϊος, ион. Καδμήϊος 3 кадмов, кадмейский, т. е. фиванский: Καδμεία νίκη погов. Plat. кадмейская победа (гибельная для обеих сторон, как в битве Σπαρτοί или Этеокла с Полиником).
Middle Liddell
Καδμεῖος, η, ον
Cadmean, Hes., Trag.; poet. Καδμέϊος, Pind., Soph., ionic form Καδμήιος, η, ον Καδμεῖοι, οἱ, the Cadmeans or ancient inhabitants of Thebes, Hom., etc.; also Καδμείωνες, Il.:— ἡ Καδμεία the citadel of Thebes, Xen.:—proverb., Καδμεία νίκη a dear-bought victory (from the story of the Σπαρτοί, or that of Polynices and Eteocles), Hdt.