κακόβιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(2b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰκόβιος:''' ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; [[Πέρσαι]] Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; [[ἄνθρωπος]] Plut.).
|elrutext='''κᾰκόβιος:''' ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; [[Πέρσαι]] Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; [[ἄνθρωπος]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-βιος, ον<br />[[living]] ill or [[poorly]], Hdt., Xen.
}}
}}

Revision as of 23:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόβῐος Medium diacritics: κακόβιος Low diacritics: κακόβιος Capitals: ΚΑΚΟΒΙΟΣ
Transliteration A: kakóbios Transliteration B: kakobios Transliteration C: kakovios Beta Code: kako/bios

English (LSJ)

ον,

   A living poorly, living a hard life, Hdt.4.95, X.Cyr.7.5.67 (Sup.), Arist.HA616b31, Str.17.2.1.

German (Pape)

[Seite 1299] schlecht, kümmerlich lebend, Her. 4, 95; im superl., Xen. Cyr. 7, 5, 67; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόβιος: -ον, ζῶν πενιχρῶς, διάγων βίον πλήρη στερήσεων, Ἡρόδ. 4. 95, Ξεν. Κύρ. 7. 5. 67, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Στράβ. 821.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une vie rude ou besogneuse;
Sp. κακοβιώτατος.
Étymologie: κακός, βίος.

Greek Monolingual

κακόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ζωή γεμάτη στερήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισό-βιος, μεσό-βιος].

Greek Monotonic

κᾰκόβιος: -ον, αυτός που ζει με στερήσεις ή φτωχικά, σε Ηρόδ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόβιος: ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; Πέρσαι Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; ἄνθρωπος Plut.).

Middle Liddell

κᾰκό-βιος, ον
living ill or poorly, Hdt., Xen.