κασιγνήτη: Difference between revisions
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(2b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰσιγνήτη:''' ἡ сестра Anth., Hom. | |elrutext='''κᾰσιγνήτη:''' ἡ сестра Anth., Hom. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰσιγνήτη, ἡ, [fem. of [[κασίγνητος]]<br />a [[sister]], Hom., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, fem. of κασίγνητος,
A sister, Il.4.441, etc.; dual -τα A.Pers.185: metaph., συκῆ ἀμπέλου κ. Hippon.34, cf. 70A; λάγυνε, . . κ. νεκταρέης κύλικος AP6.248 (Marc. Arg.):—Cypr. κασινήτα Gött.Nachr. 1914.95, and καἱνίτα (q.v.): Aeol. κασιγνήτα Sapph. Supp.1.9 (prob.).
German (Pape)
[Seite 1333] ἡ, die (leibliche) Schwester, Hom. u. Folgde. – Uebertr. sagt Hipponax bei Ath. III, 78 c συκῆ μέλαινα ἀμπέλου κασ. u. M. Argent. 21 (VI, 248) Λάγυνε, κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰσιγνήτη: ἡ, θηλ. τοῦ κασίγνητος, ἀδελφή, Ὁμ. Ἰλ. Π. 432, κλ.· μεταφ., ὡς τὸ κάσις, συκῆν μέλαιναν, ἀμπέλου κασιγνήτην Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 78C, κλ.· λάγυνε,… κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος Ἀνθ. Π. 6. 248.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sœur.
Étymologie: κασίγνητος.
English (Autenrieth)
(κάσις, γίγνομαι): sister (of the same mother).
Greek Monolingual
κασιγνήτη, ἡ (Α)
βλ. κασίγνητος.
Greek Monotonic
κᾰσιγνήτη: ἡ, θηλ. του κασίγνητος, αδερφή, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰσιγνήτη: ἡ сестра Anth., Hom.
Middle Liddell
κᾰσιγνήτη, ἡ, [fem. of κασίγνητος
a sister, Hom., etc.