πολύσκαλμος: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολύσκαλμος:''' многовесельный ([[ναυτιλία]] Anth.). | |elrutext='''πολύσκαλμος:''' многовесельный ([[ναυτιλία]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πολύσκαλμος]], ον,<br />[[many]]-[[oared]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A many-oared, AP7.295.
German (Pape)
[Seite 673] vielruderig, ναυτιλία, Leonid. Tar. 91 (VII, 295).
Greek (Liddell-Scott)
πολύσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς σκαλμούς, πολύκωπος, Ἀνθ. Π. 7. 295.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses rames.
Étymologie: πολύς, σκαλμός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σκαλμός.
Greek Monotonic
πολύσκαλμος: -ον, αυτός που έχει πολλά κουπιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολύσκαλμος: многовесельный (ναυτιλία Anth.).
Middle Liddell
πολύσκαλμος, ον,
many-oared, Anth.