πρακτός: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πρακτός -ή -όν [πράττω] doenlijk, uitvoerbaar, realiseerbaar:; πρακτὰ ἀγαθά realiseerbare goede dingen Aristot. EN 1095a16; gedaan, subst. τὰ πρακτά handelingen. Aristot. EN 1094a19. | |elnltext=πρακτός -ή -όν [πράττω] doenlijk, uitvoerbaar, realiseerbaar:; πρακτὰ ἀγαθά realiseerbare goede dingen Aristot. EN 1095a16; gedaan, subst. τὰ πρακτά handelingen. Aristot. EN 1094a19. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρακτός]], ή, όν verb. adj. of [[πράσσω]]<br />τὰ πρακτά things to be done, points of [[moral]] [[action]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 10 January 2019
English (LSJ)
Ion. πρηκτός, ή, όν, (πράσσω): τὰ π.
A things to be done, i.e. matters of moral action, Arist.EN1094a19, 1097a22; τὰ π. ἀγαθά ib. 1095a16, cf. Andronic. Rhod.p.574 M. 2 traversed, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα A.R.Fr.5.3. II πρακτὸς ὑπό τινος liable to be called on to pay money by one, Test.Epict.7.2, 21, cf. IG12 (7).237.60 (Minoa, i B. C.); π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ ἀργύριον ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις ib.62.50 (ibid., iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 693] adj. verb. von πράσσω, gethan, zu thun, thunlich; τὰ πρακτά, das was man thut, Arist. eth. 1, 2; von ποιητός unterschieden, 6, 4; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρακτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πράσσω· τὰ πρακτά, πράγματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γείνωσιν, ἅτινα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς σημεῖα ἠθικῆς ἐνεργείας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1., 4. 6, 4, κτλ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ πραχθῇ, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα = ναυσιπέρατα, Ποιητὴς ἐν Ruhnk. Ep. Crit. 192· ἀλλὰ πρβλ. πράσσω Ι. ΙΙ. πρακτὸς ὑπό τινος, ὁ κληθεὶς ὑπό τινος ὅπως ἀποτίσῃ χρήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, VII. 2 καὶ 22· πρβλ. πράσσω V. 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut ou doit être fait, faisable, praticable.
Étymologie: πράσσω.
Greek Monolingual
και ιων. τ. πρηκτός, -ή, -όν, Α πράττω
1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός
2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός
3. αυτός που μπορεί κανείς να τον εισπράξει
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά
πράγματα τα οποία είναι σωστό να γίνονται, ηθικές ενέργειες
5. φρ. «πρακτὸς ὑπὸ τινος» — αυτός που κλήθηκε από κάποιον για να πληρώσει χρήματα, να αποδώσει κάτι που οφείλει.
Greek Monotonic
πρακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του πράσσω· τὰ πρακτά, πράγματα που πρέπει να γίνουν, στοιχεία ηθικής υφής, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πρακτός: [adj. verb. к πράσσω выполнимый или подлежащий выполнению Arst. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρακτός -ή -όν [πράττω] doenlijk, uitvoerbaar, realiseerbaar:; πρακτὰ ἀγαθά realiseerbare goede dingen Aristot. EN 1095a16; gedaan, subst. τὰ πρακτά handelingen. Aristot. EN 1094a19.
Middle Liddell
πρακτός, ή, όν verb. adj. of πράσσω
τὰ πρακτά things to be done, points of moral action, Arist.