πρόδοσις: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόδοσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> задаток, аванс Dem.;<br /><b class="num">2)</b> Plat. = [[προδοσία]].
|elrutext='''πρόδοσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> задаток, аванс Dem.;<br /><b class="num">2)</b> Plat. = [[προδοσία]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρό-δοσις, εως,<br />[[payment]] [[beforehand]], [[money]] advanced, [[earnest]]-[[money]], Dem.
}}
}}

Revision as of 00:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόδοσις Medium diacritics: πρόδοσις Low diacritics: πρόδοσις Capitals: ΠΡΟΔΟΣΙΣ
Transliteration A: pródosis Transliteration B: prodosis Transliteration C: prodosis Beta Code: pro/dosis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A payment beforehand, money advanced, Lys.Fr.1.3(pl.); δωρεαὶ καὶ προδόσεις D.50.7,12.    2 προδόσει πίνειν to drink on credit, Hermipp.83.    II betrayal, treason, Pl.Lg.856e.

German (Pape)

[Seite 717] ἡ, 1) das Vorausbezahlen, Handgeld, welches angeworbene Soldaten, Matrosen bekamen, vgl. Dem. 50, 7. 12. – 2) = προδοσία, Verrath, Plat. Legg. IX, 856 e.

Greek (Liddell-Scott)

πρόδοσις: ἡ, πληρωμὴ ἐκ τῶν προτέρων, προπληρωμή, ἀρραβών, «καπάρο», Δημ. 1208. 16., 1210. 10· ― προδόσει πίνειν, ἐπὶ πιστώσει, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 7, ἔνθα ἴδε Meineke. II. προδοσία, Πλάτ. Νόμ. 856Ε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 avance d’argent;
2 trahison.
Étymologie: προδίδωμι.

Greek Monolingual

-όσεως, ἡ, Α προδίδωμι
1. το πρόδομα («δωρειὰς καὶ προδόσεις δοὺς ἑκάστῳ αὐτῶν μεγάλας», Δημοσθ.)
2. η προδοσία («οἷς ἂν προδόσεως αἰτίαν ἐπιφέρων τις εἰς δικαστήριον ἄγη», Πλάτ.)
3. φρ. «προδόσει πίνειν» — πίνω με πίστωση.

Greek Monotonic

πρόδοσις: ἡ, πληρωμή εκ των προτέρων, προκαταβολή ή καταβολή χρημάτων, πρώιμα χρήματα, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόδοσις -εως, ἡ [προδίδωμι] verraad.

Russian (Dvoretsky)

πρόδοσις: εως ἡ
1) задаток, аванс Dem.;
2) Plat. = προδοσία.

Middle Liddell

πρό-δοσις, εως,
payment beforehand, money advanced, earnest-money, Dem.